- βόρακας
- [-αξ (-ακος)] ο хим. бура
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βόρακας — ο το τετραβορικό νάτριο, μια ορυκτή σκόνη: Ο βόρακας ακόμα θεωρείται ένα από τα καλύτερα αντισηπτικά για ορισμένες περιπτώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραβορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τετραβορικό οξύ» άλλη ονομασία για το πυροβορικό οξύ (βλ. πυροβορικός) β) «τετραβορικό άλας» το ένυδρο άλας τού πυροβορικού οξέος γ) «τετραβορικό νάτριο» το ένυδρο άλας τού τετραβορικού οξέος με το νάτριο, αλλ. βόρακας ή… … Dictionary of Greek
τινκαλκονίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο βορικό ορυκτό τού νατρίου το οποίο απαντά στη φύση μόνο με τη μορφή αλαμπούς λευκής λεπτοκοκκώδους σκόνης, αλλ. βόρακας τών κοσμηματοπωλών … Dictionary of Greek
νάτριο — το χημικό στοιχείο: Ανθρακικό νάτριο (σόδα). – Βορικό νάτριο (βόρακας). – Xλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)